inattualità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [inattualiˈta]
1 οπισθοδρομικότητα
2 αχρηστία
3 βαθμιαία αχρήστευση
4 επιμονή σε παλιό τρόπο ζωής
5 έλλειψη τοπικού ενδιαφέροντος
6 αναχρονισμός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [inattualiˈta]
1 οπισθοδρομικότητα
2 αχρηστία
3 βαθμιαία αχρήστευση
4 επιμονή σε παλιό τρόπο ζωής
5 έλλειψη τοπικού ενδιαφέροντος
6 αναχρονισμός
permalink
inattualità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android