ItalianoGreco


ingracilìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingraʧiˈlire]

1 γίνομαι αδύναμος
2 αδυνατίζω

ingracilirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingraʧiˈlirsi]

1 αδυνατίζω
2 γίνομαι αδύναμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---