inoltràre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [inolˈtrare]
1 στέλνω
2 προωθώ
3 αποστέλλω
4 προαποστέλλω
5 διαβιβάζω
inoltrarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [inolˈtrarsi]
1 χώνομαι
2 προχωρώ
3 προπορεύομαι
4 προβαίνω
5 προωθούμαι
6 διεισδύω
7 εισχωρώ
8 προκόβω
9 προοδεύω
10 ξεκινώ
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [inolˈtrare]
1 στέλνω
2 προωθώ
3 αποστέλλω
4 προαποστέλλω
5 διαβιβάζω
inoltrarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [inolˈtrarsi]
1 χώνομαι
2 προχωρώ
3 προπορεύομαι
4 προβαίνω
5 προωθούμαι
6 διεισδύω
7 εισχωρώ
8 προκόβω
9 προοδεύω
10 ξεκινώ
permalink
inoltrare (ρ. μτβ.)
inoltrarsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android