inondàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [inonˈdare]
1 ξεχειλίζω
2 πλημμυρίζω
3 χύνω άφθονα
4 φουσκώνω
5 καταπλημμυρίζω
6 κατακλύζω
7 ρέω με συνεχή ροή
8 καταπλημμυρώ
9 γεμίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [inonˈdare]
1 ξεχειλίζω
2 πλημμυρίζω
3 χύνω άφθονα
4 φουσκώνω
5 καταπλημμυρίζω
6 κατακλύζω
7 ρέω με συνεχή ροή
8 καταπλημμυρώ
9 γεμίζω
permalink
inondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android