ItalianoGreco


inondàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inonˈdare]

1 ξεχειλίζω
2 πλημμυρίζω
3 χύνω άφθονα
4 φουσκώνω
5 καταπλημμυρίζω
6 κατακλύζω
7 ρέω με συνεχή ροή
8 καταπλημμυρώ
9 γεμίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---