ItalianoGreco


investigatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [investigaˈtore]

ο ανιχνευτής, ο ερευνητής

investigatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [investigaˈtore]

Διερευνητικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


investigatore [αρσ.] privato = ο ιδιωτικός αστυνομικός



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---