ItalianoGreco


investitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [investiˈtore]

1 επενδυτής
2 οδηγός
3 πρόσωπο που χτυπά και ρίχνει κάποιον κάτω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z