Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


kiwi  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkiwi]

φρούτο νέας Ζηλανδίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  kivi knock out  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

kinderheim (ουσ αρσ )
kinesiterapia (θηλ.ουσ)
kitsch (ουσ αρσ )
kitsch (επίθ.)
kivi (ουσ αρσ )
kiwi (ουσ αρσ )
knock out (επίρ.)
koala (ουσ αρσ )
kolossal (ουσ αρσ )
krapfen (ουσ αρσ )
kulak (ουσ αρσ και θηλ.)
kümmel (ουσ αρσ )
kyrie (ουσ αρσ )
kyrie eleison (ουσ αρσ )
la (ουσ αρσ )
la (οριστ. άρθ.)
la (αντων.)
(επίρ.)
labaro (ουσ αρσ )
labbo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---