Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


labèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [laˈbɛllo]

1 μεσαίο μέλος στεφάνης ορχεοειδούς
2 πέταλο
3 τμήμα χείλους εντόμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  labdacismo labiale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

(επίρ.)
labaro (ουσ αρσ )
labbo (ουσ αρσ )
labbro (ουσ αρσ )
labdacismo (ουσ αρσ )
labello (ουσ αρσ )
labiale (θηλ.ουσ)
labiale (επίθ.)
labializzare (ρ. μτβ.)
labializzazione (θηλ.ουσ)
labiate (θηλ. ουσ πληθ.)
labiato (επίθ.)
labile (επίθ.)
labilità (θηλ.ουσ)
labiodentale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiolettura (θηλ.ουσ)
labionasale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiopalatale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiovelare (θηλ. επίθ και ουσ)
labirintico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---