Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


labirìntico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [labiˈrintiko]

λαβυρινθώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  labiovelare labirintite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

labiodentale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiolettura (θηλ.ουσ)
labionasale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiopalatale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiovelare (θηλ. επίθ και ουσ)
labirintico (αρσ. επίθ και ουσ)
labirintite (θηλ.ουσ)
labirinto (ουσ αρσ )
laboratorio (ουσ αρσ )
laboratorista (ουσ αρσ και θηλ.)
laboriosamente (επίρ.)
laboriosità (θηλ.ουσ)
laborioso (επίθ.)
labradorite (θηλ.ουσ)
labro (ουσ αρσ )
laburista (ουσ αρσ και θηλ.)
laburista (επίθ.)
laburistico (επίθ.)
laburno (ουσ αρσ )
lacca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---