Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


labiàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [laˈbjale]

χειλικό σύμφωνο

labiàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [laˈbjale]

χειλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  labello labializzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

labaro (ουσ αρσ )
labbo (ουσ αρσ )
labbro (ουσ αρσ )
labdacismo (ουσ αρσ )
labello (ουσ αρσ )
labiale (θηλ.ουσ)
labiale (επίθ.)
labializzare (ρ. μτβ.)
labializzazione (θηλ.ουσ)
labiate (θηλ. ουσ πληθ.)
labiato (επίθ.)
labile (επίθ.)
labilità (θηλ.ουσ)
labiodentale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiolettura (θηλ.ουσ)
labionasale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiopalatale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiovelare (θηλ. επίθ και ουσ)
labirintico (αρσ. επίθ και ουσ)
labirintite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---