laconicità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [lakoniʧiˈta]
1 ουσία
2 συνοπτικότητα
3 περιεχόμενο
4 συντομία
5 βραχυλογία
6 εκφραστική λιτότητα
7 συνοπτικότητα
8 περιεκτικότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [lakoniʧiˈta]
1 ουσία
2 συνοπτικότητα
3 περιεχόμενο
4 συντομία
5 βραχυλογία
6 εκφραστική λιτότητα
7 συνοπτικότητα
8 περιεκτικότητα
permalink
laconicità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android