Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lacrimazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lakrimatˈtsjone]

1 πάθηση ματιών στην οποία έχουμε έκκριση δακρύων
2 έκκριση δακρύων
3 δακρύρροια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lacrimatoio lacrimevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lacrima (θηλ.ουσ)
lacrimabile (επίθ.)
lacrimale (επίθ.)
lacrimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
lacrimatoio (ουσ αρσ )
lacrimazione (θηλ.ουσ)
lacrimevole (επίθ.)
lacrimogeno (ουσ αρσ )
lacrimogeno (επίθ.)
lacrimoso (επίθ.)
lacuale (επίθ.)
lacuna (θηλ.ουσ)
lacunare (ουσ αρσ )
lacunosità (θηλ.ουσ)
lacunoso (επίθ.)
lacustre (επίθ.)
laddove (σύνδ.)
laddove (επίρ.)
ladra (θηλ.ουσ)
ladreria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---