Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làcrima  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlakrima]

το δάκρυ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laconismo lacrimabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scoppiare in lacrime = ξεσπώ σε κλάματα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laciniato (επίθ.)
laconicamente (επίρ.)
laconicità (θηλ.ουσ)
laconico (αρσ. επίθ και ουσ)
laconismo (ουσ αρσ )
lacrima (θηλ.ουσ)
lacrimabile (επίθ.)
lacrimale (επίθ.)
lacrimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
lacrimatoio (ουσ αρσ )
lacrimazione (θηλ.ουσ)
lacrimevole (επίθ.)
lacrimogeno (ουσ αρσ )
lacrimogeno (επίθ.)
lacrimoso (επίθ.)
lacuale (επίθ.)
lacuna (θηλ.ουσ)
lacunare (ουσ αρσ )
lacunosità (θηλ.ουσ)
lacunoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---