Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lacrimévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lakriˈmevole]

1 αξιολύπητος
2 αξιοθρήνητος
3 δυστυχής
4 δακρυσμένος
5 κλαμένος
6 αξιοδάκρυτος
7 λυπηρός
8 θλιβερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lacrimazione lacrimogeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lacrimabile (επίθ.)
lacrimale (επίθ.)
lacrimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
lacrimatoio (ουσ αρσ )
lacrimazione (θηλ.ουσ)
lacrimevole (επίθ.)
lacrimogeno (ουσ αρσ )
lacrimogeno (επίθ.)
lacrimoso (επίθ.)
lacuale (επίθ.)
lacuna (θηλ.ουσ)
lacunare (ουσ αρσ )
lacunosità (θηλ.ουσ)
lacunoso (επίθ.)
lacustre (επίθ.)
laddove (σύνδ.)
laddove (επίρ.)
ladra (θηλ.ουσ)
ladreria (θηλ.ουσ)
ladresco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---