ItalianoGreco


leccapièdi  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,lekkaˈpjɛdi]

1 γλειψιματίας
2 γαλίφης
3 κόλακας
4 γλείφτης
5 τσανακογλείφτης
6 τσάτσος
7 χαμερπής κόλακας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---