ItalianoGreco


lèttera, léttera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛttera], [ˈlettera]

1 (missiva) η επιστολή
2 (d'alfabeto) το γράμμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alla lettera = κάτα λέξη || buca [θηλ.] delle lettere = το γραμματοκιβώτιο || carta [θηλ.] da lettere = το επιστολόχαρτο, το χαρτί αλληλογραφίας || cassetta [θηλ.] delle lettere # buca [θηλ.] delle lettere = το γραμματοκιβώτιο || lettera [θηλ.] raccomandata = το συστημένο γράμμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---