ItalianoGreco


lettièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [letˈtjɛra]

1 υλικό στρώματος ζώου (άχυρα κλπ)
2 πλαίσιο κρεβατιού
3 σκελετός κρεβατιού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---