ItalianoGreco


letteràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [letteˈrato]

άνθρωπος των γραμμάτων

letteràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [letteˈrato]

1 γραμματισμένος
2 εγγράμματος
3 μορφωμένος
4 καλλιεργημένος
5 καλά μελετημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---