ItalianoGreco


livellazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [livellatˈtsjone]

1 γώνιασμα
2 χωροστάθμηση
3 αλφάδιασμα
4 εξομάλυνση
5 ισοπέδωση
6 στάθμιση
7 αλφαδιά
8 ισοπέδωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---