ItalianoGreco


lìvido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlivido]

ο μώλωπας

lìvido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlivido]

1 πελιδνός
2 μωλωπισμένος
3 μελανιασμένος
4 ωχρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z