ItalianoGreco


livellatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [livellaˈtore]

1 κάτι που αίρει διαφορές
2 ισοπεδωτής

livellatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [livellaˈtore]

1 ισοσταθμιστικός
2 ισοπεδωτικός
3 εξισωτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---