ItalianoGreco


lupus  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlupus]

1 λύκος (φυματώδης)
2 λύκος (δερματική ασθένεια)
3 κοινός λύκος (δερματική αρρώστια)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---