Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


luridézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [luriˈdettsa]

1 βρώμα
2 ακαθαρσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lurco lurido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

luppolizzare (ρ. μτβ.)
luppolizzazione (θηλ.ουσ)
luppolo (ουσ αρσ )
lupus (ουσ αρσ )
lurco (επίθ.)
luridezza (θηλ.ουσ)
lurido (επίθ.)
luridume (ουσ αρσ )
luscengola (θηλ.ουσ)
lusinga (θηλ.ουσ)
lusingamento (ουσ αρσ )
lusingare (ρ. μτβ.)
lusingarsi (ρ.μ. (αντων.))
lusingatore (ουσ αρσ )
lusingatore (επίθ.)
lusinghevole (επίθ.)
lusinghiero (αρσ. επίθ και ουσ)
lusitano (αρσ. επίθ και ουσ)
lussare (ρ. μτβ.)
lussazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---