Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lusingaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [luzingaˈmento]

κολακεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lusinga lusingare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

luridezza (θηλ.ουσ)
lurido (επίθ.)
luridume (ουσ αρσ )
luscengola (θηλ.ουσ)
lusinga (θηλ.ουσ)
lusingamento (ουσ αρσ )
lusingare (ρ. μτβ.)
lusingarsi (ρ.μ. (αντων.))
lusingatore (ουσ αρσ )
lusingatore (επίθ.)
lusinghevole (επίθ.)
lusinghiero (αρσ. επίθ και ουσ)
lusitano (αρσ. επίθ και ουσ)
lussare (ρ. μτβ.)
lussazione (θηλ.ουσ)
lussemburghese (ουσ αρσ και θηλ.)
lussemburghese (επίθ.)
Lussemburgo (ουσ αρσ )
lusso (ουσ αρσ )
lussuoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---