ItalianoGreco


macchiettàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [makkjetˈtato]

1 κηλιδωτός
2 παρδαλός
3 στικτός
4 στιγματισμένος
5 κηλιδωμένος
6 κατάστικτος
7 διάστικτος
8 πολύστικτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---