ItalianoGreco


macchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [makˈkjare]

λεκιάζω

macchiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [makˈkjarsi]

1 λερώνομαι
2 ντροπιάζομαι
3 ατιμάζομαι
4 λεκιάζομαι
5 κηλιδώνομαι
6 στιγματίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---