Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macellerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maʧelleˈria]

το χασαπικό, το χρεοπωλείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macellazione macello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macellabile (επίθ.)
macellaio (ουσ αρσ )
macellare (ρ. μτβ.)
macellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
macellazione (θηλ.ουσ)
macelleria (θηλ.ουσ)
macello (ουσ αρσ )
macerabile (επίθ.)
macerare (ρ. μτβ.)
macerarsi (ρ.μ. (αντων.))
macerato (αρσ. επίθ και ουσ)
maceratoio (ουσ αρσ )
maceratore (αρσ. επίθ και ουσ)
macerazione (θηλ.ουσ)
maceria (θηλ. ουσ πληθ.)
macero (ουσ αρσ )
macero (επίθ.)
mach (ουσ αρσ )
machete (ουσ αρσ )
machiavelliano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---