Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maceràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [maʧeˈrato]

1 αδυνατισμένος
2 φθαρμένος
3 λιωμένος
4 ταλαιπωρημένος
5 μουλιασμένος
6 βρεγμένος
7 μουσκεμένος
8 διαποτισμένος
9 διάβροχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macerarsi maceratoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macelleria (θηλ.ουσ)
macello (ουσ αρσ )
macerabile (επίθ.)
macerare (ρ. μτβ.)
macerarsi (ρ.μ. (αντων.))
macerato (αρσ. επίθ και ουσ)
maceratoio (ουσ αρσ )
maceratore (αρσ. επίθ και ουσ)
macerazione (θηλ.ουσ)
maceria (θηλ. ουσ πληθ.)
macero (ουσ αρσ )
macero (επίθ.)
mach (ουσ αρσ )
machete (ουσ αρσ )
machiavelliano (αρσ. επίθ και ουσ)
machiavellicamente (επίρ.)
machiavellico (αρσ. επίθ και ουσ)
machiavellismo (ουσ αρσ )
machiavellista (ουσ αρσ και θηλ.)
machiavello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---