ItalianoGreco


maceràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [maʧeˈrare]

1 εμποτίζω
2 διαποτίζω
3 καθυγραίνω
4 απονεκρώνω
5 αδυνατίζω με μεγάλη νηστεία
6 διαχωρίζω με μούσκεμα σε υγρό
7 μαλακώνω με μούσκεμα σε υγρό
8 βουτώ σε νερό
9 διαβρέχω
10 μουσκεύω

macerarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [maʧeˈrarsi]

1 φθείρομαι
2 διαποτίζομαι
3 φθίνω
4 εξαντλούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---