Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macinapépe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,maʧinaˈpepe]

μύλος τριψίματος πιπεριού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macinacolori macinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macilenza (θηλ.ουσ)
macina (θηλ.ουσ)
macinabile (επίθ.)
macinacaffè (ουσ αρσ )
macinacolori (ουσ αρσ και θηλ.)
macinapepe (ουσ αρσ )
macinare (ρ. μτβ.)
macinata (θηλ.ουσ)
macinato (ουσ αρσ )
macinato (επίθ.)
macinatoio (ουσ αρσ )
macinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
macinatura (θηλ.ουσ)
macinazione (θηλ.ουσ)
macinello (ουσ αρσ )
macinino (ουσ αρσ )
macis (ουσ αρσ και θηλ.)
maciste (ουσ αρσ )
maciulla (θηλ.ουσ)
maciullamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---