macinàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maʧiˈnato]
1 άλευρο
2 κομμένο προὶόν
3 αλεσμένο προὶόν
4 άλεσμα μαζί με πίτουρο
5 αλεύρι
macinàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maʧiˈnato]
αλεσμένος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maʧiˈnato]
1 άλευρο
2 κομμένο προὶόν
3 αλεσμένο προὶόν
4 άλεσμα μαζί με πίτουρο
5 αλεύρι
macinàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maʧiˈnato]
αλεσμένος (-η, -ο)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
carne [θηλ.] macinata = ο κιμάς
macinato (ουσ αρσ )
macinato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android