Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maʧiˈnato]

1 άλευρο
2 κομμένο προὶόν
3 αλεσμένο προὶόν
4 άλεσμα μαζί με πίτουρο
5 αλεύρι

macinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maʧiˈnato]

αλεσμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macinata macinatoio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carne [θηλ.] macinata = ο κιμάς


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macinacaffè (ουσ αρσ )
macinacolori (ουσ αρσ και θηλ.)
macinapepe (ουσ αρσ )
macinare (ρ. μτβ.)
macinata (θηλ.ουσ)
macinato (ουσ αρσ )
macinato (επίθ.)
macinatoio (ουσ αρσ )
macinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
macinatura (θηλ.ουσ)
macinazione (θηλ.ουσ)
macinello (ουσ αρσ )
macinino (ουσ αρσ )
macis (ουσ αρσ και θηλ.)
maciste (ουσ αρσ )
maciulla (θηλ.ουσ)
maciullamento (ουσ αρσ )
maciullare (ρ. μτβ.)
macramè (ουσ αρσ )
macrobiotica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---