Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macinatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maʧinaˈtojo]

1 χερόμυλος
2 αλευρόμυλος
3 μηχανή άλεσης
4 λαδάδικο
5 ελαιοπιεστήριο
6 κυλινδρόμυλος
7 μύλος
8 πρέσα
9 ατμόμυλος
10 ελαιοτριβείο
11 λιοτριβειό
12 λιοτρίβι
13 πιεστήριο για έκθλιψη ελαιοκάρπου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macinato macinatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macinapepe (ουσ αρσ )
macinare (ρ. μτβ.)
macinata (θηλ.ουσ)
macinato (ουσ αρσ )
macinato (επίθ.)
macinatoio (ουσ αρσ )
macinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
macinatura (θηλ.ουσ)
macinazione (θηλ.ουσ)
macinello (ουσ αρσ )
macinino (ουσ αρσ )
macis (ουσ αρσ και θηλ.)
maciste (ουσ αρσ )
maciulla (θηλ.ουσ)
maciullamento (ουσ αρσ )
maciullare (ρ. μτβ.)
macramè (ουσ αρσ )
macrobiotica (θηλ.ουσ)
macrobiotico (επίθ.)
macrocefalia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---