magistèro
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maʤisˈtɛro]
1 δεξιοτεχνία
2 μαστοριά
3 χάρισμα στις τέχνες ή στη διδασκαλία τους
4 αυθεντία διδασκαλική
5 τέλεια γνώση
6 θέση δάσκαλου
7 διδασκαλία
8 θέση καθηγητού
9 επιδεξιότητα
10 επιβολή
11 επιτηδειότητα
12 μαεστρία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maʤisˈtɛro]
1 δεξιοτεχνία
2 μαστοριά
3 χάρισμα στις τέχνες ή στη διδασκαλία τους
4 αυθεντία διδασκαλική
5 τέλεια γνώση
6 θέση δάσκαλου
7 διδασκαλία
8 θέση καθηγητού
9 επιδεξιότητα
10 επιβολή
11 επιτηδειότητα
12 μαεστρία
permalink
magistero (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android