ItalianoGreco


màglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmaʎʎo]

1 παλιό παιχνίδι με μπάλα και ρόπαλα
2 μηχανικός κριός
3 σφυρί
4 σφύρα
5 μηχανικό σφυρί σφυρηλάτησης
6 γουδοχέρι ή μπλάστρης
7 ματσόλα (σφυρί) μεγάλη
8 ματσόλα
9 ξυλόσφυρα
10 ξύλινο σφυρί


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---