ItalianoGreco


magistratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maʤistraˈtura]

1 αξίωμα δικαστικού
2 δικαστήρια
3 σώμα δικαστικών
4 δικαστική αρχή
5 δικαστική εξουσία
6 αρχή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---