ItalianoGreco


malèvolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈlɛvolo]

1 φαρμακόγλωσσα
2 φθονερός άνθρωπος
3 φαρμακομύτης
4 κακόγλωσσος

malèvolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maˈlɛvolo]

1 κακόβουλος
2 φαρμακερός
3 κακεντρεχής
4 μοχθηρός
5 φθονερός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z