malgàrbo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [malˈgarbo]
1 χυδαιότητα
2 βλαχιά
3 βλαχουριά
4 πρωτογονισμός
5 αδιακρισία
6 βαρβαρότητα
7 απρέπεια
8 έλλειψη τακτ
9 χοντροκοπιά
10 βαρβαρότητα
11 αγένεια
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [malˈgarbo]
1 χυδαιότητα
2 βλαχιά
3 βλαχουριά
4 πρωτογονισμός
5 αδιακρισία
6 βαρβαρότητα
7 απρέπεια
8 έλλειψη τακτ
9 χοντροκοπιά
10 βαρβαρότητα
11 αγένεια
permalink
malgarbo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android