ItalianoGreco


malgàscio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [malˈgaʃʃo]

γλώσσα ή κάτοικος της Μαδαγασκάρης

malgàscio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [malˈgaʃʃo]

ο της Μαδαγασκάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z