malgovèrno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [,malgoˈvɛrno]
1 ανάρμοστη συμπεριφορά
2 κακή συμπεριφορά δημοσίου προσώπου
3 κακή διαχείριση
4 κακοδιοίκηση
5 κακοδιαχείριση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [,malgoˈvɛrno]
1 ανάρμοστη συμπεριφορά
2 κακή συμπεριφορά δημοσίου προσώπου
3 κακή διαχείριση
4 κακοδιοίκηση
5 κακοδιαχείριση
permalink
malgoverno (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android