ItalianoGreco


maltenùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,malteˈnuto]

1 ακατάστατος
2 ασυγύριστος
3 αδιευθέτητος
4 ανοικονόμητος
5 ανάστατος
6 άτακτος
7 ανάκατος
8 κακοδιατηρημένος
9 ατακτοποίητος
10 άκοσμος
11 ανοικοκύρευτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---