maltenùto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [,malteˈnuto]
1 ακατάστατος
2 ασυγύριστος
3 αδιευθέτητος
4 ανοικονόμητος
5 ανάστατος
6 άτακτος
7 ανάκατος
8 κακοδιατηρημένος
9 ατακτοποίητος
10 άκοσμος
11 ανοικοκύρευτος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [,malteˈnuto]
1 ακατάστατος
2 ασυγύριστος
3 αδιευθέτητος
4 ανοικονόμητος
5 ανάστατος
6 άτακτος
7 ανάκατος
8 κακοδιατηρημένος
9 ατακτοποίητος
10 άκοσμος
11 ανοικοκύρευτος
permalink
maltenuto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android