ItalianoGreco


malsicùro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,malsiˈkuro]

1 ρέζιγος
2 επισφαλής
3 ασταθής
4 αβέβαιος
5 παρακινδυνευμένος
6 ανασφαλής
7 επικίνδυνος
8 επίφοβος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---