manéggio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maˈnedʤo]
1 διαχείριση
2 ραδιουργία
3 μεταχείριση
4 χειρισμός
5 μάνατζμεντ
6 γήπεδο ιππασίας
7 κυβερνία
8 μαεστρία
9 μαστοριά
10 τέχνη εκπαίδευσης ίππων
11 τέχνη ιππασίας
12 ίντριγκα
13 σκευωρία
14 χάλκευση
15 δολοπλοκία
16 διεύθυνση
17 κουμάντο
18 σχολή ιππασίας
19 διοίκηση
permalink
maneggio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android