ItalianoGreco


maneggevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manedʤevoˈlettsa]

1 ευκολία χειρισμού
2 χρηστικότητα
3 ευπείθεια
4 κουμαντάρισμα
5 ευχρηστία
6 συμμόρφωση
7 συγκαταβατικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---