ItalianoGreco


materialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [materjaliˈta]

1 αισθησιασμός
2 ηδυπάθεια
3 αφροδισιασμός
4 προστυχιά
5 αγαρμποσύνη
6 τραχύτητα
7 χοντροκοπιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---