ItalianoGreco


matriarcàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [matriarˈkato]

1 μητριαρχούμενη κοινωνία
2 μητριαρχούμενη οικογένεια
3 μητριαρχία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---