ItalianoGreco


matricolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [matrikoˈlare]

1 ο της εγγραφής σε μητρώο
2 εισαγωγικός στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
3 ο της εγγραφής σε πανεπιστήμιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z