ItalianoGreco


mestierànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [mestjeˈrante]

1 εβραίος
2 άνθρωπος συμφεροντολόγος
3 τσιφούτης
4 κερδομανής άνθρωπος
5 παραδόπιστος άνθρωπος
6 φιλοχρήματος άνθρωπος
7 άνθρωπος που λατρεύει μόνο το χρήμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---