mestierànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [mestjeˈrante]
1 εβραίος
2 άνθρωπος συμφεροντολόγος
3 τσιφούτης
4 κερδομανής άνθρωπος
5 παραδόπιστος άνθρωπος
6 φιλοχρήματος άνθρωπος
7 άνθρωπος που λατρεύει μόνο το χρήμα
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [mestjeˈrante]
1 εβραίος
2 άνθρωπος συμφεροντολόγος
3 τσιφούτης
4 κερδομανής άνθρωπος
5 παραδόπιστος άνθρωπος
6 φιλοχρήματος άνθρωπος
7 άνθρωπος που λατρεύει μόνο το χρήμα
permalink
mestierante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android