ItalianoGreco


mestìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mesˈtittsja]

1 απαισιοδοξία
2 ακεφιά
3 μαράζι
4 κατήφεια
5 βαθιά μελαγχολία
6 ζόφος
7 κατάθλιψη
8 ζοφερότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---