ItalianoGreco


mistificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mistifikatˈtsjone]

1 κόλπο
2 κακόγουστο αστείο
3 φάρσα
4 ξεπλάνεμα
5 ξεγέλασμα
6 περιπλοκή
7 αμηχανία
8 απομίμηση
9 απάτη
10 φενάκη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---