ItalianoGreco


misùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈzura]

1 το μέτρο, το μέτρημα
2 (dimensioni) η διάσταση
3 (taglia) ο μέγεθος
4 (provvedimento) το μέτρο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fatto su misura = φτιαγμένος στα μέτρα || unità [θηλ. άκλ.] di misura = η μονάδα μετρήσεως



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---